Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ατυχία

См. также в других словарях:

  • ἀτυχία — ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc/acc dual ἀτυχίᾱ , ἀτυχία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυχίᾳ — ἀτυχίαι , ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατυχία — (atychia). Γένος εντόμων της οικογένειας των νυκτιιδών. Ζουν στη Ν Ευρώπη, κυρίως στις παραμεσόγειες χώρες. Οι κάμπιες τους προκαλούν μεγάλες ζημιές στα αμπέλια, κατατρώγοντας τα φύλλα, τα βλαστάρια και όλο το πράσινο μέρος τους. Γεννούν πολλά… …   Dictionary of Greek

  • ατυχία — η έλλειψη τύχης, κακοτυχία: Είχε την ατυχία να χάσει μικρός τον πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτυχίας — ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem acc pl ἀτυχίᾱς , ἀτυχία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυχίαι — ἀτυχία fem nom/voc pl ἀτυχίᾱͅ , ἀτυχία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυχίαν — ἀτυχίᾱν , ἀτυχία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυχιῶν — ἀτυχία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυχίαις — ἀτυχία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυχίαισι — ἀτυχία fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτυχίη — ἀτυχία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»